- συγγνωστός
- -ή, -ό / συγγνωστός, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή Α [συγγιγνώσκω]άξιος συγγνώμης, αυτός που πρέπει ή μπορεί να συγχωρηθείνεοελλ.συνεκδ. αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένοςαρχ.φρ. «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» — είναι άξιο συγχώρησης το να....επίρρ...συγγνωστῶς Μκατά τρόπο συγγνωστό.
Dictionary of Greek. 2013.